- σιτώνου
- σῑτώνου , σιτώνηςpublic buyer of cornmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιτωνία — ἡ, ΜΑ [σιτώνης] 1. η αγορά σίτου 2. το αξίωμα τού σιτώνου αρχ. χορήγηση σιταριού για την παρασκευή ψωμιού … Dictionary of Greek